λευκαντικός
Προφορά
Ετυμολογία
λευκαντικός μεταγενέστερη ελληνική επίθετο λευκαντικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λευκαντικός -ή, -ό
✦ ο κατάλληλος να λευκαίνει
✦ το ουδ. λευκαντικό ως ουσ., ουσία κατάλληλη για τη λεύκανση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–