λευκαίνω


λευκαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
λευκαίνω αρχαία ελληνική λευκαίνω

Ερμηνεία
ρήμα λευκαίνω

✦ κάνω κάτι λευκό, το ασπρίζω
✦ (ειδ.) καθαρίζω ασπρόρουχα με πλύση: να δω τις Αναπλιώτισσες… πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε (δημ. τραγ.)
✦ (παθητ.) λευκαίνομαι, γίνομαι λευκός, ασπρίζω: η κόμη γονέων σεπτών ελευκάνθη (Σπ. Βασιλειάδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.