λευκάντρια


λευκάντρια
Προφορά

Ετυμολογία
λευκάντρια μεταγενέστερη ελληνική λευκαντής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λευκάντρια

✦ θηλ. λευκάντρια ειδικός τεχνίτης που λευκαίνει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.