λευιτικός
Προφορά
Ετυμολογία
λευιτικός μεταγενέστερη ελληνική λευιτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λευιτικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες (ιερείς)
✦ ουδ. το λευιτικόν ως ουσ., το τρίτο βιβλίο της Πεντατεύχου της Παλαιάς Διαθήκης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–