λευίτης


λευίτης
Προφορά

Ετυμολογία
λευίτης μεταγενέστερη ελληνική Λευίτης, απόγονος του Λευί, γιου του Ιακώβ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λευίτης

✦ στην Παλαιά Διαθήκη, πρόσωπο που ανήκε στη φυλή Λευί
✦ (νεότ.) ιερέας: βάδιζαν και παπάδες… κι είδα με τα μάτια μου… έναν ψηλό, σεβάσμιο λευίτη, με μακριά κάτασπρη γενειάδα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.