λετρασέτ
Προφορά
Ετυμολογία
λετρασέτ └γαλλ┘ lettre (= γράμμα) + set
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το λετρασέτ
✦ βιομηχανοποιημένο, αυτοκόλλητο αλφάβητο ή σειρά συμβόλων σε φύλλο
✦ το σύστημα της διαδοχικής επικόλλησης γραμμάτων και συμβόλων από τα ειδικά βιομηχανοποιημένα αυτοκόλλητα αλφάβητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–