λεσβιασμός


λεσβιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
λεσβιασμός λεσβιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λεσβιασμός

✦ ερωτική έλξη και ικανοποίηση μεταξύ γυναικών, ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.