λερώνω


λερώνω
Προφορά

Ετυμολογία
λερώνω λερός

Ερμηνεία
ρήμα λερώνω

✦ βρομίζω, ρυπαίνω: τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) ντροπιάζω, κηλιδώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.