λερός


λερός
Προφορά

Ετυμολογία
λερός αρχαία ελληνική ὀλερός (= θολός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ λερός -ή, -ό

✦ ακάθαρτος, βρόμικος: λάμπουν όπλα χρυσά και λερή φουστανέλα μαυρίζει (Γ. Ζαλοκώστας)

Συνώνυμα
ρυπαρός
Αντίθετα
καθαρός, παστρικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.