λερναίος
Προφορά
Ετυμολογία
λερναίος αρχαία ελληνική Λερναῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λερναίος -α, -ο
✦ εύχρ. στη φρ. λερναία ύδρα, τέρας της μυθολογίας με εννιά κεφάλια που φόνευσε ο Ηρακλής
✦ (μτφ. ) το διαρκώς επανεμφανιζόμενο κακό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–