λεπτύνω


λεπτύνω
Προφορά

Ετυμολογία
λεπτύνω αρχαία ελληνική λεπτύνω

Ερμηνεία
λεπτύνω

✦ κ. λεπταίνω ρ. (λέπτυνα) κάνω κάτι λεπτό ή λεπτότερο
(μτφ. ) εξευγενίζω
✦ (αμτβ.) λιγνεύω, αδυνατίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα
χοντραίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.