λεπτουργικός
Προφορά
Ετυμολογία
λεπτουργικός αρχαία ελληνική λεπτουργικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λεπτουργικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λεπτουργό ή τη λεπτουργία
✦ θηλ. λεπτουργική ως ουσ., η τέχνη του λεπτουργού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–