λεμφοκοκκιωμάτωση


λεμφοκοκκιωμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
λεμφοκοκκιωμάτωση λεμφοκοκκίωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεμφοκοκκιωμάτωση

(ιατρ.) ον. διαφόρων παθήσεων του λεμφικού συστήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.