λεμφικός


λεμφικός
Προφορά

Ετυμολογία
λεμφικός λέμφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λεμφικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη λέμφο: λεμφικό αγγείο
✦ λεμφικό σύστημα, το σύστημα των αγγείων, ιστών, γαγγλίων κτλ. στα οποία παράγεται και κυκλοφορεί η λέμφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.