λεμβοδρόμος


λεμβοδρόμος
Προφορά

Ετυμολογία
λεμβοδρόμος λέμβος + θ. αορ. έδραμον του ρήματος τρέχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η λεμβοδρόμος

✦ αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.