λελογισμένος


λελογισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
λελογισμένος αρχαία ελληνική λελογισμένος, μτχ. πρκμ. του λογίζομαι

Ερμηνεία
λελογισμένος

✦ -η, -ον μτχ. ως επίθ. μετρημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αλόγιστος
Επιρρήματα
λελογισμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.