λεκιθίνη


λεκιθίνη
Προφορά

Ετυμολογία
λεκιθίνη λέκιθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεκιθίνη

✦ συν. στον πληθ. φυσικές οργανικές ουσίες που περιέχουν φωσφόρο και άζωτο και απαντώνται στον κρόκο του αβγού, στα σπέρματα των ψαριών, στο νευρικό ιστό, στο γάλα κ.ά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.