λεκές


λεκές
Προφορά

Ετυμολογία
λεκές └τουρκ┘leke

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λεκές

✦ κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία
(μτφ. ) ηθικός ρύπος, βρόμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.