λεκάνη
Προφορά
Ετυμολογία
λεκάνη αρχαία ελληνική λεκάνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λεκάνη
✦ πλατύ ανοιχτό σκεύος για νίψιμο ή άλλες ανάγκες
✦ ειδικό αγγείο των αποχωρητηρίων
✦ πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα
✦ (ανατομ.) το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–