λειτουργώ
Προφορά
Ετυμολογία
λειτουργώ αρχαία ελληνική λειτουργῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λειτουργώ -είς, -εί
✦ εκτελώ το έργο για το οποίο προορίζομαι, εργάζομαι, δουλεύω: έπαψε να λειτουργεί ο εγκέφαλος – οι μηχανές λειτουργούν τέλεια
✦ (εκκλησ.) ιερουργώ στο ναό
✦ (μέσ.) λειτουργιέμαι, εκκλησιάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–