λειτουργός
Προφορά
Ετυμολογία
λειτουργός αρχαία ελληνική λειτουργός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η λειτουργός
✦ αυτός που επιτελεί έργο το οποίο ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, που ασκεί λειτούργημα: λειτουργός της μέσης εκπαιδεύσεως
✦ κληρικός, ιερωμένος: φρ. λειτουργός του Υψίστου
✦ κοινωνικός, -ή λειτουργός, αυτός που, μετά από ειδικές σπουδές, έχει ως έργο την παροχή βοήθειας και προστασίας σε αναξιοπαθούντα άτομα της κοινωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–