λειτουργία
Προφορά
Ετυμολογία
λειτουργία αρχαία ελληνική λειτουργία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λειτουργία
✦ η αφηρημένη έννοια του λειτουργώ, εργασία, ενέργεια
✦ (ειδ.) ο ιδιαίτερος τρόπος ενέργειας των οργάνων του σώματος
✦ το σύνολο των ενεργειών ενός μηχανισμού
✦ (μτφ. ) το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός οργανισμού, ή μιας υπηρεσίας, ενός συστήματος ή θεσμού κτλ. οι οποίες τείνουν στην επίτευξη του τεθειμένου σκοπού
✦ (εκκλησ.) κάθε ιερουργία σε ναό και ιδ. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–