λειμωνάριο
Προφορά
Ετυμολογία
λειμωνάριο μεσαιωνική ελληνική λειμωνάριον, υποκοριστικό του λειμών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λειμωνάριο
✦ όν. δύο μοναστικών βιβλίων που περιέχουν βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–