λείψανο
Προφορά
Ετυμολογία
λείψανο αρχαία ελληνική λείψανον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λείψανο
✦ υπόλειμμα, απομεινάρι: συντρίμμια… από ρόδες, κάρα, κιβώτια, λείψανα κανονιών (Γ. Μπεράτης) – λείψανα… απ’ τη μεγαλοσύνη του παλιού καιρού (Π. Πρεβελάκης)
✦ το σώμα του νεκρού, πτώμα ανθρώπου: εδώ σίγα· κοιμώνται των αγίων τα λείψανα (Α. Κάλβος) – οι μοιρολογήτρες καλεσμένες το λείψανο θα κλάψουν (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. για πρόσ.) πολύ αδύνατος, κάτισχνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–