λείος


λείος
Προφορά

Ετυμολογία
λείος αρχαία ελληνική λεῖος

Ερμηνεία
λείος

✦ -εία, -είο επίθ. (Κ -εία, -είον) ομαλός στην αφή, απαλός
✦ γυαλιστερός
✦ (ανατομ.) λείες μυϊκές ίνες, οι μυϊκές ίνες από τις οποίες αποτελούνται οι μύες των εσωτερικών οργάνων του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα
τραχύς
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.