λαύρα


λαύρα
Προφορά

Ετυμολογία
λαύρα αρχαία ελληνική λαύρα (=διάδρομος, στενωπός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαύρα

✦ στο Βυζάντιο, ιδιόρρυθμο μοναστήρι στο οποίο κάθε μοναχός ζούσε χωριστά σε ιδιαίτερο κελί
✦ (συνεκδ.) συστάδα κελιών: μεγάλη λαύρα
✦ (γεν.) μοναστήρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.