λατρευτικός


λατρευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
λατρευτικός λατρεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ λατρευτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη λατρεία: λατρευτική εκδήλωση – λατρευτικά έθιμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
λατρευτικά (Κ λατρευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.