λατρευτής


λατρευτής
Προφορά

Ετυμολογία
λατρευτής αρχαία ελληνική λατρευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λατρευτής

✦ αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.