λατέρνα
Προφορά
Ετυμολογία
λατέρνα └ιταλ┘laterna
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λατέρνα
✦ λαϊκό μουσικό όργανο φορητό, που παίζεται με στρόφαλο
✦ φρ. στολισμένη – στολίστηκε σαν λατέρνα, με ντύσιμο εξεζητημένο και πολλά στολίδια (κοσμήματα κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–