λαστιχένιος


λαστιχένιος
Προφορά

Ετυμολογία
λαστιχένιος λάστιχο

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαστιχένιος -ια, -ιο

✦ φτιαγμένος από λάστιχο
(μτφ. ) ευλύγιστος: λαστιχένιο κορμί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.