λαστέξ


λαστέξ
Προφορά

Ετυμολογία
λαστέξ από την εμπορ. επων. lastex

Ερμηνεία
λαστέξ

✦ άκλ. τύπος ελαστικού νήματος
✦ ως επίθ. για καθετί αλλά ιδ. για ενδύματα που έχουν κατασκευασθεί με το νήμα αυτό: κάλτσες λαστέξ – εσώρουχα λαστέξ
✦ (κ. μτφ.) που έχει την ιδιότητα να εκτείνεται: συγκέντρωση λαστέξ
✦ (ως ουσ.) ο κορσές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.