λασπομαχία
Προφορά
Ετυμολογία
λασπομαχία λασπομάχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λασπομαχία
✦ (μτφ. ) εκτόξευση, ανταλλαγή βρομερών κατηγοριών: η πολιτική ζωή ζει μια άνευ προηγουμένου λασπομαχία (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–