λασκάρω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply λασκάρωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/λασκάρω.mp3Ετυμολογίαλασκάρω └ιταλ┘lascare Ερμηνεία└ρήμα┘ λασκάρω ✦ χαλαρώνω ✦ φρ. λάσκαρε – λασκάρισε η βίδα, παραφρόνησε, τρελάθηκε – λασκάρω τα λουριά, αίρω περιορισμούς, αφήνω σε κάποιον ελευθερίες Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–