λασκάρω


λασκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
λασκάρω └ιταλ┘lascare

Ερμηνεία
ρήμα λασκάρω

✦ χαλαρώνω
✦ φρ. λάσκαρε – λασκάρισε η βίδα, παραφρόνησε, τρελάθηκε – λασκάρω τα λουριά, αίρω περιορισμούς, αφήνω σε κάποιον ελευθερίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.