λαρυγγόφωνος


λαρυγγόφωνος
Προφορά

Ετυμολογία
λαρυγγόφωνος μεταγενέστερη ελληνική λαρυγγόφωνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαρυγγόφωνος -η, -ο

✦ ο εκφωνούμενος με το λάρυγγα
✦ που έχει λαρυγγική φωνή
✦ πληθ. ουδ. λαρυγγόφωνα ως ουσ., οι λαρυγγικοί φθόγγοι (βλ. λ. λαρυγγικός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.