λαξεύω


λαξεύω
Προφορά

Ετυμολογία
λαξεύω αρχαία ελληνική λαξεύω

Ερμηνεία
ρήμα λαξεύω

✦ σκαλίζω μάρμαρα, ξύλα κτλ., πελεκώ
(μτφ. ) κατεργάζομαι, δουλεύω με τέχνη: ύφος λαξευμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.