λαξευτήρι


λαξευτήρι
Προφορά

Ετυμολογία
λαξευτήρι μεταγενέστερη ελληνική λαξευτήριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λαξευτήρι

✦ εργαλείο για τη λάξευση, για το σκάλισμα, λείανση κτλ. μαρμάρου, ξύλου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.