λαντό


λαντό
Προφορά

Ετυμολογία
λαντό └γαλλ┘ landau, από το όν. της └γερμ┘ πόλης Landau

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το λαντό

✦ είδος παλιού ιππήλατου αμαξιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.