λανολίνη


λανολίνη
Προφορά

Ετυμολογία
λανολίνη └γαλλ┘ lanoline

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λανολίνη

✦ λιπαρή μάζα υποκίτρινη, από το ακατέργαστο μαλλί των προβάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.