λανθάνω
Προφορά
Ετυμολογία
λανθάνω αρχαία ελληνική λανθάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λανθάνω
✦ διαφεύγω την προσοχή
✦ δε φαίνομαι, μένω απαρατήρητος
✦ φρ. λάθε βιώσας, να ζεις διακριτικά, να περνάς το βίο σου απαρατήρητος |(ιατρ.) λανθάνουσα νόσος, αρρώστια της οποίας δεν έχουν εκδηλωθεί τα συμπτώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–