λαμπύρισμα


λαμπύρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
λαμπύρισμα λαμπυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λαμπύρισμα

✦ λάμψη, ακτινοβολία: νιώθω στο πρόσωπό μου το χαμόγελό τους, το λαμπύρισμα της ευτυχίας τους (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.