λαθραπόβαση


λαθραπόβαση
Προφορά

Ετυμολογία
λαθραπόβαση λάθρα + απόβαση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαθραπόβαση

✦ αποβίβαση από πλοίο επιβατών οι οποίοι δεν έχουν τη νόμιμη άδεια εισόδου σε μια χώρα: λαθραπόβαση στην Αττική (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.