λαθραίος


λαθραίος
Προφορά

Ετυμολογία
λαθραίος αρχαία ελληνική λαθραῖος

Ερμηνεία
λαθραίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) μυστικός, κρύφιος, που διαφεύγει την προσοχή των άλλων
✦ πληθ. ουδ. τα λαθραία ως ουσ., εμπορεύματα που δεν υποβλήθηκαν στο νόμιμο δασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα
φανερός
Επιρρήματα
λαθραία (Κ λαθραίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.