λαζούρι


λαζούρι
Προφορά

Ετυμολογία
λαζούρι μεσαιωνική ελληνική λαζούριν και λαζούριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λαζούρι

✦ ημιπολύτιμος λίθος κυανού χρώματος
✦ (συνεκδ.) το μπλε, κυανό χρώμα: μα να τα φτιάξω πιο γαλάζια απ’ το λαζούρι (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.