λαγός
Προφορά
Ετυμολογία
λαγός μεσαιωνική ελληνική λαγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαγός
✦ ζώο θηλαστικό που αποτελεί εκλεκτό θήραμα
✦ φρ. έγινε λαγός, έφυγε τρέχοντας – τάζει λαγούς με πετραχήλια, υπόσχεται πολλά και δυσεκπλήρωτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–