λαγόκαρδος


λαγόκαρδος
Προφορά

Ετυμολογία
λαγόκαρδος λαγός + καρδιά

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαγόκαρδος -η, -ο

✦ αυτός που έχει καρδιά λαγού, ο δειλός: λαγόκαρδοι αφεντάδες και θηλυκοί και οκνοί και αργοί (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.