λαγνεία
Προφορά
Ετυμολογία
λαγνεία αρχαία ελληνική λαγνεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαγνεία
✦ ακατάσχετη φιληδονία, τάση για σαρκικές απολαύσεις: την νύχτα μονάχα ζει… με κάθε είδους μέθη και λαγνεία (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–