λαγκάδι
Προφορά
Ετυμολογία
λαγκάδι μεσαιωνική ελληνική λαγκάδιν, υποκοριστικό του μεσαιωνική ελληνική λάγκος (= κοιλάδα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λαγκάδι
✦ στενή και δασωμένη κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά: δρασκελούσανε τα βουνά και τα λαγκάδια των Γρεβενών (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–