λαγαρίζω


λαγαρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
λαγαρίζω λαγαρός

Ερμηνεία
ρήμα λαγαρίζω

✦ καθαρίζω υγρό από ξένες ουσίες
(μτφ. ) καθαρίζω, ξαναβρίσκω τη διαύγεια, την καθαρότητα: άμα ξεστόμισε κάμποσες βρισιές, λαγάρισε ο νους (Διδώ Σωτηρίου) – κι όσο πέτεται στα ύψη, τόσο το πνεύμα λαγαρίζει (Κ. Παλαμάς)
✦ ξεκαθαρίζω λογαριασμό

Συνώνυμα
φιλτράρω, λαμπικάρω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.