λαγήνα


λαγήνα
Προφορά

Ετυμολογία
λαγήνα μεγεθ. του λαγήνι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαγήνα

✦ στάμνα: διψούσε και του ‘δινε να ξεδιψάσει μια Σαμαρείτις με τη λαγήνα από ‘να πέτρινο πηγάδι (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.