λίφτινγκ
Προφορά
Ετυμολογία
λίφτινγκ └αγγλ┘lifting
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το λίφτινγκ
✦ πλαστική εγχείρηση για την εξαφάνιση των ρυτίδων του προσώπου και του λαιμού, απορυτίδωση
✦ (μτφ. ) επέμβαση, δράση για τη θεραπεία κακού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–